- διπλόκαυλος
- (diplocaulus). Γένος στεγοκεφάλων αμφιβίων που έχουν εκλείψει. Είχαν πλατύ και μεγάλο κρανίο τριγωνικού σχήματος. Απολιθωμένα λείψανά τους βρέθηκαν σε πέρμια στρώματα της Βόρειας Αμερικής.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αμφίβια — Ομοταξία σπονδυλωτών στην οποία ανήκουν ζώα μικρού ή μεσαίου μεγέθους, που ζουν σε γλυκά νερά ή στην ξηρά, κοντά σε υδάτινα ρεύματα. Τα α. κατατάσσονται με βάση την εξωτερική διάρθρωση του σώματός τους σε δύο υφομοταξίες: τα αψιδοσπονδυλωτά και… … Dictionary of Greek